- μπαζούκας
- τοεκτοξευτής βλημάτων για την καταστροφή αρμάτων μάχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλοαμερικ. bazooka (αρχικά δήλωνε μουσικό όργανο κατασκευασμένο από σωλήνες και ένα χωνί και πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Β. Burns, Αμερικανό κωμικό), πιθ. < bazoo, λ. άγνωστης προέλευσης που σημαίνει «χυδαία γλώσσα, αργκό, γλώσσα τού υποκόσμου»].
Dictionary of Greek. 2013.